Η συνταγματική αναθεώρηση του 2019 και ειδικότερα η τροποποίηση του άρθρου 86 αποτέλεσε κομβικό σημείο στη μακρόχρονη συζήτηση περί ποινικής ευθύνης των μελών της κυβέρνησης στην Ελλάδα. Η αναγκαιότητα της μεταβολής προέκυψε από την κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος, ,η οποία κορυφώθηκε την περίοδο της οικονομικής κρίσης.
Η αρχική εκδοχή του άρθρου 86 κατοχύρωνε ένα σύστημα εξαιρετικής διαδικασίας για την ποινική δίωξη Υπουργών και Υφυπουργών, που συνδύαζε σύντομες προθεσμίες παραγραφής με την αποκλειστική αρμοδιότητα της Βουλής να κινήσει τις σχετικές διαδικασίες. Το αποτέλεσμα ήταν η σύμφυση της ποινικής λογοδοσίας με την πολιτική σκοπιμότητα, γεγονός που οδήγησε σε επαναλαμβανόμενες απαλλαγές προσώπων από τη δικαστική αξιολόγηση, όχι με βάση την ουσία των πράξεών τους, αλλά βάσει της χρονικής συγκυρίας και της πολιτικής βούλησης της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Με την αναθεώρηση του 2019, καταργήθηκε η σύντομη παραγραφή που εξαρτιόταν από τη διάρκεια των κοινοβουλευτικών συνόδων, και πλέον εφαρμόζεται η κοινή ποινική παραγραφή, όπως προβλέπεται για όλους τους πολίτες. Αυτή η μεταβολή αποκαθιστά την ισότητα ενώπιον του νόμου, αποτρέποντας τη λειτουργία της χρονικής ασυλίας ως παράγοντα ατιμωρησίας. Δεύτερον, περιορίστηκε η δυνατότητα της Βουλής να παρεμβαίνει στη δικαστική εξουσία, διατηρώντας μεν το δικαίωμα κίνησης της δίωξης, αλλά με αυστηρότερα ερμηνευτικά όρια ως προς το τι συνιστά «άσκηση καθηκόντων». Η αναθεώρηση κατέστησε σαφές ότι δεν περιλαμβάνονται ενέργειες ιδιωτικής φύσεως, ακόμη και αν τελέστηκαν κατά τη διάρκεια της υπουργικής θητείας. Αυτή η ερμηνευτική αυστηροποίηση ήταν κρίσιμη για τον διαχωρισμό της πολιτικής λειτουργίας από την ατομική ευθύνη.
Το θεσμικό πλαίσιο όμως παραμένει ελλιπές παρά τις βελτιώσεις. Η διατήρηση της εμπλοκής της Βουλής στη διαδικασία δίωξης δημιουργεί ενδεχόμενα πολιτικής παρεμβατικότητας, ιδίως όταν υπάρχει μονοκομματική πλειοψηφία. Επιπλέον, δεν συνοδεύτηκε από ουσιαστική μεταρρύθμιση του νόμου 3126/2003, ο οποίος εξακολουθεί να περιλαμβάνει διατάξεις που αντιφάσκουν με το νέο συνταγματικό πνεύμα, όπως για παράδειγμα τις εξαιρετικές ρυθμίσεις για την προδικασία. Η απουσία θεσμικής εναρμόνισης μεταξύ Συντάγματος και εκτελεστικής νομοθεσίας δημιουργεί μια μορφή κανονιστικής ασυνέχειας, η οποία υπονομεύει την πλήρη εφαρμογή του νέου πλαισίου στην πράξη.
Το γεγονός ότι η Βουλή εξακολουθεί να κατέχει το μονοπώλιο στην άσκηση δίωξης κατά Υπουργών, ακόμη και με περιορισμούς, ενέχει τον κίνδυνο πολιτικής χειραγώγησης της δικαιοσύνης και περιορισμού της λειτουργικής ανεξαρτησίας των ποινικών μηχανισμών. Η εννοιολογική ασάφεια της έννοιας «κατά την άσκηση των καθηκόντων τους» επιτρέπει ερμηνείες που μπορούν να ευνοήσουν την ατιμωρησία, ενώ η έλλειψη σύμπλευσης του άρθρου με τον Ν. 3126/2003 δημιουργεί μια νομική δυσαρμονία.
Η συνταγματική πρόβλεψη περί σύντομης αποσβεστικής προθεσμίας για την ποινική ευθύνη υπουργών καλλιέργησε την εντύπωση περί «πολιτικής ασυλίας». Μία θεσμικά ισόρροπη πρόταση όπως επί παραδείγματι η κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας και η υπαγωγή των υπουργών σε κοινή ποινική διαδικασία μετά την παύση της θητείας τους, με ασφαλιστικές δικλίδες αποτροπής πολιτικά υποκινούμενων διώξεων
Μία εναλλακτική θεώρηση θα μπορούσε να είναι η πλήρης αποπολιτικοποίηση της διαδικασίας δίωξης με αφαίρεση κάθε ρόλου της Βουλής στην ποινική προδικασία και της ανάθεσης της σχετικής αρμοδιότητας σε ειδικό τμήμα του Αρείου Πάγου ή σε ανώτατο γνωμοδοτικό όργανο δικαστών, το οποίο θα κρίνει με θεσμικά κριτήρια τη βασιμότητα των κατηγοριών. Η ρητή αποσαφήνιση της έννοιας των υπουργικών καθηκόντων θα μπορούσε να περιληφθεί στην επικείμενη αναθεώρηση, ώστε να αποκλείονται καταχρηστικές ή διασταλτικές ερμηνείες του άρθρου. Τέλος, η κατάργηση του Ν. 3126/2003, με αντικατάστασή του από νόμο, προσαρμοσμένο στη συνταγματική αρχή της ισότητας και της λογοδοσίας μπορεί να ενισχύσει την αξιοπιστία του κομματικού και πολιτικού συστήματος.
Πρόσφατα σχόλια