Οι σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας συνιστούν τον κεντρικό άξονα του παγκόσμιου γεωπολιτικού και γεωοικονομικού συστήματος του 21ου αιώνα.
Πυρήνας του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο χωρών είναι η κυριαρχία και η η φύση του διεθνούς συστήματος , δηλαδή για το ποια πρότυπα διακυβέρνησης, ανάπτυξης και εξουσίας θα κυριαρχήσουν στον πλανήτη τις επόμενες δεκαετίες.
Η αρχή της διπλωματικής προσέγγισης μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου τοποθετείται στη δεκαετία του 1970, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες, αναζήτησαν στρατηγική σύγκλιση με την Κίνα στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, οι ΗΠΑ στήριξαν τις μεταρρυθμίσεις αγοράς που εισήγαγε ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ, ενώ η είσοδος της Κίνας στην οικονομία της αγοράς επιβεβαιώθηκε με την ένταξή της στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001.
Το επιχείρημα ότι η οικονομική φιλελευθεροποίηση της Κίνας θα οδηγούσε αναπόφευκτα και σε δημοκρατική μεταρρύθμιση, αποδείχθηκε εκ του αποτελέσματος σαθρό. Η Κίνα απέκτησε οικονομική και τεχνολογική ισχύ χωρίς να υιοθετήσει τα δυτικά πρότυπα δημοκρατικής διακυβέρνησης. Αντιθέτως, το Πεκίνο ενίσχυσε το μοντέλο αυταρχικής ανάπτυξης, γεγονός που άρχισε να προβληματίζει τις ΗΠΑ ιδίως μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008.
Σταδιακά, η σχέση ΗΠΑ–Κίνας μετατοπίστηκε από την αμοιβαία ωφέλεια στην αμοιβαία καχυποψία. Η κυβέρνηση Τραμπ υιοθέτησε ανοιχτά συγκρουσιακή πολιτική, με τον χαρακτηρισμό της Κίνας ως “στρατηγικού ανταγωνιστή” στο Εθνικό Στρατηγικό Δόγμα των ΗΠΑ (2017), την επιβολή δασμών σε κινεζικά προϊόντα, και την έναρξη εμπορικού πολέμου. Η ρητορική περί “αποσύνδεσης” (decoupling) των δύο οικονομιών σηματοδότησε την πρόθεση της Ουάσινγκτον να μειώσει την εξάρτηση από την κινεζική εφοδιαστική αλυσίδα, ιδίως σε στρατηγικούς τομείς όπως η τεχνολογία, οι πρώτες ύλες και τα φάρμακα.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν ανέστρεψε τη σκληρή γραμμή, αλλά την εξορθολόγισε μέσω πολυμερών συμμαχιών και θεσμικού συντονισμού με συμμάχους. Στόχος είναι η δημιουργία ενός πλέγματος συνεργασίας που να περιορίζει τη γεωπολιτική επιρροή της Κίνας και να επιβάλλει ένα κοινό πλαίσιο κανόνων έναντι του Πεκίνου.
Αποτελεί παραδοξότητα ότι παρά την κατά καιρούς διακύμανση των διμερών σχέσεων, οι δύο χώρες παραμένουν συνδεδεμένες στο οικονομικό επίπεδο. Οι ΗΠΑ εξαρτώνται από κινεζικά προϊόντα και τη λειτουργία κινεζικών βιομηχανιών για την εφοδιαστική τους αλυσίδα, ενώ η Κίνα διατηρεί τεράστια αποθεματικά σε αμερικανικά ομόλογα. Αυτή η σχέση αμοιβαίας εξάρτησης λειτουργεί ταυτόχρονα ως παράγοντας σταθερότητας και πηγή αστάθειας, ιδίως καθώς οι ΗΠΑ επιχειρούν να ανακτήσουν την εσωτερική παραγωγική τους βάση.
Ο τομέας της τεχνολογίας είναι μείζον πεδίο του σινοαμερικανικού ανταγωνισμού. Oι προσπάθειες των ΗΠΑ να αποκλείσουν την Κίνα από κρίσιμες καινοτομίες (όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η κβαντική τεχνολογία) καταδεικνύουν ότι η υπεροχή με όρους ήπιας ισχύος ,όπως είναι η τεχνολογική, υπεροχή ισοδυναμεί με ιδεολογική κυριαρχία.
Η σινοαμερικανική αντιπαράθεση εντάσσεται σε μια ευρύτερη σύγκρουση για το ποιος θα διαμορφώσει τους κανόνες της διεθνούς τάξης στον 21ο αιώνα. Η Κίνα επιδιώκει να υπονομεύσει την αμερικανική ηγεμονία προωθώντας θεσμούς και συμμαχίες, όπως το Belt and Road Initiative, οι BRICS, η Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα, και ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης. Αυτές οι πρωτοβουλίες προσφέρουν μια εναλλακτική αρχιτεκτονική παγκόσμιας διακυβέρνησης, βασισμένη στις αρχές της κυριαρχίας, της κρατικής ισχύος και ”μη παρέμβασης” αρχές παραδοσιακά αντίθετες στις δυτικές αξίες του πολιτικού φιλελευθερισμού.
Η περιοχή του Ειρηνικού καθίσταται το πιο κρίσιμο πεδίο του γεωστρατηγικού ανταγωνισμού. Η Ταϊβάν, η Θάλασσα της Νότιας Κίνας, η Κορέα και η πρόσβαση στις θαλάσσιες οδούς εμπορίου διαμορφώνουν ένα εξαιρετικά ευαίσθητο περιβάλλον δεδομένου του πλέγματος συμμαχιών που έχουν οι ΗΠΑ στην περιοχή.
Καθώς οι σινοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται σε σημείο καμπής, το διακύβευμα είναι όχι μόνο η ισορροπία ισχύος στην Ασία ή το μέλλον των διμερών εμπορικών σχέσεων, αλλά η ίδια η δομή του παγκόσμιου συστήματος.
Πρόσφατα σχόλια