Η απευθείας εκλογή του αρχηγού ενός κόμματος θεωρείται συχνά ως στοιχείο επιρρωτικό της δημοκρατίας. Τα μέλη, οι οπαδοί ή οι απλοί «φίλοι» του κόμματος ψηφίζουν αδιαμεσολάβητα τον αρχηγό που επιθυμούν, χωρίς την παρεμβολή της κομματικής γραφειοκρατίας Η φύση της διαδικασίας χαρίζει στους εκλεγμένους αρχηγούς ισχυρή νομιμοποίηση και εμπεδώνει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην αξιοπιστία του κομματικού συστήματος.

Στη Δύση, οι πολίτες αμφισβητούν την αξιοπιστία και την φερεγγυότητα του κομματικού συστήματος εν συνόλω. Η υιοθέτηση «προκριματικών» εκλογών, ενώ αποτελεί μία προσπάθεια των κομμάτων να αναζωογονήσουν το ενδιαφέρον των πολιτών για αυτά και για την πολιτική εν γένει καταλήγει να λειτουργεί ως καθρέπτης του εσωκομματικού σκηνικού στο “μακροεπίπεδο”.

Το σκεπτικό πίσω από τη στροφή στην βάση είναι ότι καθώς οι υποψήφιοι αρχηγοί των κομμάτων “εκτίθενται” δια του διαλόγου και της εσωκομματικής προεκλογικής εκστρατείας, κρίνονται και συγκρίνονται διαφορετικές θέσεις και προγράμματα και η δημοκρατία συνολικά επωφελείται από την ανάδειξη καλύτερων κομματικών ηγεσιών, νομιμοποιημένων μάλιστα από άμεση λαϊκή ψήφο.

Στα καθ’ημάς, οι προκριματικές εκλογές των κομμάτων μέχρι στιγμής έχουν εκλέξει αρχηγούς που κάλλιστα θα μπορούσαν να είχαν αναδειχθεί και με πιο κλειστές διαδικασίες όπως αυτές ενός διευρυμένου συνεδρίου. Μόνη παραφωνία σε αυτό η εκλογή Κασσελάκη.

Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι σε βάθος χρόνου αυτή η πρακτική οδηγεί σε προβληματικές καταστάσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση Κασσελάκη στον ΣΥΡΙΖΑ η οποία θέτει εν αμφιβόλω τα κριτήρια της ψήφου των ψηφοφόρων.

Στις ΗΠΑ οι επιπτώσεις της μεγάλης μεταρρύθμισης της δεκαετίας του 1970 που αφαίρεσε δύναμη από τα κομματικά συνέδρια και την έδωσε στην μάζα των κομματικών ψηφοφόρων επιμερίζονται ως εξής

Κατ’αρχάς επέφερε αύξηση της επιρροής των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων στην πολιτική, καθώς για να κερδίσουν το χρίσμα οι υποψήφιοι απαιτούνται σημαντικές προεκλογικές δαπάνες. Με τις προκριματικές εκλογές να μετατρέπονται σε μικρογραφία των εθνικών εκλογών, ελλοχεύει ο κίνδυνος ώσμωσης μεταξύ της πολιτικής και οικονομικών παραγόντων. Δεδομένων των ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας ο κίνδυνος αυτός δεν ανήκει στο φαντασιακό.

Η αλλαγή στον τρόπο εκλογής των υποψηφίων από τα κόμματα ενέτεινε της ιδεολογική πόλωση μεταξύ των κομμάτων. Αυτό συμβαίνει καθώς οι βάσεις των κομμάτων δεν είναι αντιπροσωπευτικές της κοινωνίας.

Οι προκριματικές εκλογές επομένως είναι διαδικασίες όπου οι υποψήφιοι συνήθως πρέπει να επιδεικνύουν μεγαλύτερη ιδεολογική καθαρότητα ώστε να καταστήσουν διακριτές τις θέσεις τους. Ακόμα και όταν ακολούθως ως αρχηγοί ή υποψήφιοι στις εκλογές λειαίνουν το προφίλ τους για να προσελκύσουν κεντρώους ψηφοφόρους στις εκλογές, οι βάσεις των κομμάτων συνηθίζουν με τον καιρό να περιμένουν οι υποψήφιοι αρχηγοί να μένουν πιστοί στον πυρήνα της ιδεολογίας τους. Προοδευτικά, αυτό μπορεί να οδηγήσει στην ριζοσπαστικοποίηση της εκλογικής βάσης του κόμματος, όπως έχει συμβεί στις ΗΠΑ με τους Ρεπουμπλικάνους και στην Βρετανία με το Συντηρητικό κόμμα.

Τα ανωτέρω αναδεικνύουν τους κινδύνους της εκλογής των κομματικών ηγεσιών από την βάση. Στην Ελλάδα οι προκριματικές εκλογές δεν έχουν παραγάγει μέχρι στιγμής ριζοσπαστικοποίηση. Δεδομένης δε της φθίνουσας τάσης συμμετοχής, είναι ο κίνδυνος αποδυνάμωσης των γραφειοκρατικών μηχανισμών των κομμάτων σε βαθμό ώστε η επιλογή των ηγεσιών να γίνει κυριολεκτικά ένας διαγωνισμός σελέμπριτι, μωροφιλόδοξων και αμφίβολης επάρκειας απολίτικων προσώπων