Το αποτέλεσμα των εκλογών του Μαΐου όπως και οι εκτιμήσεις για τις σημερινές εκλογές μοιάζουν αναπάντεχα για τους πολίτες όμως, μια προσεκτικότερη ανάλυση βοηθά στην κατανόησή τους.

Τα αποτελέσματα και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν την πολιτική κυριαρχία της ΝΔ στον ευρύτερο χώρο του Κέντρου . Τι όμως είναι αυτό που δημιουργεί και διατηρεί αυτή την πολιτική υπεροχή; Είναι οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης; Η εξωτερική πολιτική; Αξίζει να τονισθεί ότι η ΝΔ είχε να αντιμετωπίσει ποικιλόμορφες κρίσεις κατά την διάρκεια της θητείας της, τουρκικές προκλήσεις, πανδημία, όξυνση του μεταναστευτικού, ενεργειακή και πληθωριστική κρίση.  Από τα πεπραγμένα των δύο κομμάτων γίνεται φανερό ότι για την κυριαρχία αυτή δεν ευθύνεται μόνο η ,όποια, μικρή η μεγάλη, επιτυχία της προηγούμενης κυβέρνησης αλλά και η απουσία σοβαρής, μετριοπαθούς αντιπολίτευσης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ  κατά την περίοδο της διακυβέρνησής του  όσο και κατά την περίοδο που ήταν αξιωματική αντιπολίτευση, απέτυχε να μετατραπεί σε κόμμα της ευρύτερης κεντροαριστεράς και να προσελκύσει την δεξαμενή των ψηφοφόρων του κέντρου. Αντιθέτως, συνέχισε στρατηγικές και τακτικές της αντιμνημονιακής περιόδου που δεν ανταποκρίνονται στην σημερινή πραγματικότητα.  Την περίοδο εκείνη το πολιτικό κλίμα ήταν εξαιρετικά πολωμένο και οι πολίτες νόμιζαν ότι το λεγόμενο «ηθικό πλεονέκτημα» που ισχυριζόταν ότι κατείχε ο ΣΥΡΙΖΑ, λόγω της μη συμμετοχής του σε κυβερνητικά σχήματα, είχε πολιτικό αντίκρισμα.  Εν πάση περιπτώσει όμως, ο ρόλος της αντιπολίτευσης είναι, θεωρητικώς, ευκολότερος, οι πολίτες είναι φυσικό να αναμένουν εναλλακτική πρόταση εξουσίας από την αξιωματική αντιπολίτευση.

Θα μπορούσε να ασκήσει εποικοδομητική κριτική σε πληθώρα πεδίων εκμεταλλευόμενος κενά και παραλείψεις της κυβέρνησης τονίζοντας το κοινωνιστικό και κοινωνικό του στίγμα. Υπήρχαν δυνατότητες άσκησης χρήσιμης, εποικοδομητικής  αντιπολίτευσης ιδιαιτέρως στο ζήτημα στην στήριξης του κοινωνικού κράτους και την προστασία των αδυνάμων στρωμάτων από την αύξηση του πληθωρισμού. Δεν το έπραξε. Προτίμησε την «παραδοσιακή» δομική αντιπολίτευση παραγνωρίζοντας ότι σε τέτοιες συνθήκες εξαίρεσης οι πολίτες επιθυμούν προτάσεις και όχι υψωμένα δάχτυλα και καταγγελτικό ύφος.

Το ΠΑΣΟΚ από την άλλη, ευρισκόμενο στις συμπληγάδες του μικρού δικομματισμού ενώ έχει θα μπορούσε να έχει μαχητικότερη και ταυτοχρόνως πιο εποικοδομητική στάση προσπαθεί να αποδείξει την ταυτοτική σχέση του με τον χώρο της κεντροαριστεράς και την ποιοτική διαφορά του με τον ΣΥΡΙΖΑ καταλήγοντας σε ανακολουθίες και συμψηφισμούς.

Δεδομένης της ιστορικής σχέσης του με μεταρρυθμίσεις όπως αυτή του ΕΣΥ, θα μπορούσε να ασκήσει ουσιαστική κριτική σε πολιτικές επιλογές οι οποίες κατά την γνώμη του κόμματος ακυρώνουν το κοινωνικό κράτος.

Πράγματι, η Ελλάδα έχει θεσμικά ελλείμματα,  όμως, απέχει από το να είναι μία ορμπανική δημοκρατία, μία δυστοπία με καταστολή και περιορισμό δικαιωμάτων. όπως ισχυρίζεται η αντιπολίτευση. Οι θεσμοί λειτουργούν, η δημοκρατία λειτουργεί, με τα όποια προβλήματά της, Συνεπώς, οι ισχυρισμοί για «καθεστώς» και «ανεξέλεγκτη κυβέρνηση» δεν ανταποκρίνονται στην ελληνική πραγματικότητα.

Είναι σαφές ότι αυτοί οι ισχυρισμοί είναι έωλοι και σκοπεύουν στην συσπείρωση των παραδοσιακών ψηφοφόρων της αντιπολίτευσης, απομάκρυνε όμως αυτούς που καθορίζουν το εκλογικό αποτέλεσμα, τους μετριοπαθείς κεντρώους ψηφοφόρους.