Μετά την δημιουργία του νέου μεταπολεμικού συστήματος δημιουργήθηκε πρόσκαιρα η εντύπωση ότι η χώρα μας θα μπορούσε να διεκδικήσει τις αποζημιώσεις που δικαιούται από την ΟΔΓ. Σύντομα όμως οι ελπίδες διαψεύσθηκαν καθώς με τη συμφωνία του Λονδίνου , η Γερμανία είχε το δικαίωμα να αναβάλει την υποχρέωση επανόρθωσης προς τις χώρες που υπέστησαν ζημία μέχρι την επανένωσή της.

Όμως, μετά την επανένωση οι γερμανικές κυβερνήσεις αρνήθηκαν επανειλημμένα την ύπαρξη υποχρέωσης επανόρθωσης, επικαλούμενες νομικίστικα επιχειρήματα ώστε να υπεκφεύγουν του δικαίου αιτήματος για αποζημίωση.

Έχουν γίνει πολλές απόπειρες εκπλήρωσης του εθνικού αιτήματος επανόρθωσης, σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, με το ευκταίο να μην έχει επιτευχθεί.

Προφανώς, οι υπεκφυγές αυτές στερούνται ουσιαστικού νομικού ερείσματος. Το αίτημα αποζημίωσης του ελληνικού λαού αποτελεί νομικά αναγνωρισμένο δικαίωμα βάσει του διεθνούς δικαίου. Σύμφωνα με τη Σύμβαση περί των Νόμων και Εθίμων του κατά ξηράν πολέμου και τον προσαρτημένο κανονισμό (Χάγη, 1907) και σύμφωνα με το άρθρο 1 της  Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου του ΟΗΕ περί ευθύνης των κρατών από διεθνώς άδικες πράξεις (2001), η ευθύνη ενός κράτους που πηγάζει από την παραβίαση μιας διεθνούς υποχρέωσης δημιουργεί την υποχρέωση της επανόρθωσης προς το πληγέν κράτος. Επίσης, το δικαίωμα αποζημίωσης των πληγέντων ενός πολέμου προστατεύεται και από τις Διατάξεις του Δικαίου του Πολέμου σχετικά με τα δικαιώματα των μαχίμων, των αιχμαλώτων και των αμάχων. Συνεπώς, οι φρικαλεότητες της περιόδου της κατοχής καθιστούν αυτονόητη την υποχρέωση επανόρθωσης. Η επανόρθωση μπορεί να πάρει τη μορφή αποκατάστασης βλάβης, αποζημίωσης και ικανοποίησης. Ιδιαιτέρως δε το κεφάλαιο IV της Σύμβασης της Χάγης του 1907 και τον κανονισμό 41 της Σύμβασης της Χάγης του 1899,  ορίζει ότι η αποζημίωση πρέπει να καλύπτει κάθε ζημιά, υλική και ηθική, συμπεριλαμβανομένων και των τόκων.

Η Γερμανία από μεριάς της επικαλείται τον κανόνα της ετεροδικίας, ο οποίος προσφέρει δικαστική ασυλία σε ένα κράτος, δηλαδή το προστατεύει από το να καταστεί διάδικο μέρος ενώπιον δικαστηρίου ενός άλλου κράτους παρά τη θέλησή του. Ωστόσο, με βάση το άρθρο 41 παρ. 2 της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου για την Διεθνή Ευθύνη των κρατών, ο κανόνας αυτός αίρεται σε περίπτωση παραβίασης διεθνών κανόνων αναγκαστικού χαρακτήρα.

Η διπλωματική οδός μέσω διαπραγματεύσεων σε διμερές επίπεδο, και η προσφυγή της ελληνικής κυβέρνησης στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είναι μία ατραπός που μπορεί να ακολουθηθεί Επίσης, μια άλλη επιλογή θα αποτελούσε και η συμφιλίωση μέσω της παρέμβασης των αρμόδιων οργάνων, καθώς και η περίπτωση της διαμεσολάβησης, Τέλος, εναλλακτική αποτελεί και η διαιτησία. Να σημειωθεί εδώ ότι για να συμβούν τα ανωτέρω, απαιτείται η σύμφωνη γνώμη και των δύο μερών.

Κατά καιρούς, η Γερμανία έχει επικαλεστεί αρκετά επιχειρήματα, όπως την δικαστική ασυλία ή την παραγραφή των εγκλημάτων. Ωστόσο, με βάση το καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και το άρθρο 1 της απόφασης της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ (No. 2391), τα διεθνή εγκλήματα δεν εμπίπτουν σε παραγραφή.