.

Οι διμερείς σχέσεις Ελλάδας – Αιγύπτου, αν και ιστορικά χαρακτηρίζονται από αμοιβαία κατανόηση και συνεργασία, αντιμετωπίζουν το τελευταίο διάστημα ορισμένες προκλήσεις. Ειδικότερα, η αναδίπλωση του Καΐρου αναφορικά με τη συμφωνία μεταξύ της Μονής Αγίας Αικατερίνης του Σινά και των τοπικών αιγυπτιακών αρχών, δημιούργησε ερωτήματα και προβληματισμούς.

Η συγκεκριμένη στάση,  εντάσσεται σε μια μακρά παράδοση σταδιακής αφαίρεσης ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων σε φορείς του ελληνικού ή ευρύτερου ορθόδοξου στοιχείου. Από τη δεκαετία του 1920, αλλά και μετά το 1979, η Αίγυπτος δρα τακτικιστικά με σκοπό τον περιορισμό της αυτονομίας ελληνορθόδοξων θεσμών και κοινοτήτων, αξιοποιώντας τοπικούς κανονισμούς και διοικητικά εργαλεία.

Ενδεικτική αυτής της προσέγγισης είναι η ιστορική προσπάθεια μεταβολής της σύνθεσης του διοικητικού συμβουλίου του Ναυτικού Ομίλου Αλεξανδρείας, προκειμένου να ελεγχθούν κρίσιμες αποφάσεις σχετικά με ακίνητη περιουσία μεγάλης αξίας. Η πρακτική αυτή αποτυπώνει μια ευρύτερη τάση παρέμβασης σε περιουσιακά στοιχεία που κρίνονται ευάλωτα, ανεξαρτήτως εθνικής ή θρησκευτικής ταυτότητας των ιδιοκτητών.

Η ελληνική πλευρά, δεν ανέμενε την αναντιστοιχία μεταξύ δηλώσεων προθέσεων και πρακτικών ενεργειών. Στρατηγικός στόχος της Αθήνας είναι η σύναψη συμφωνίας υψηλού επιπέδου, με κανονιστική και νομική βαρύτητα, η οποία θα διασφαλίζει τον ιστορικό και πνευματικό χαρακτήρα της Μονής, την ιδιοκτησιακή της συνέχεια και το υπάρχον status quo.

Η επιδίωξη αυτής της συμφωνίας αποσκοπεί επίσης στην αναγνώριση του ελληνικού έννομου συμφέροντος μέσω θεσμικής εκπροσώπησης σε αιγυπτιακά διοικητικά πλαίσια. Ένα τέτοιο κανονιστικό σχήμα θα μπορούσε να προσδώσει νομική κατοχύρωση, περιορίζοντας τον κίνδυνο μελλοντικών μονομερών ενεργειών.

Ωστόσο, κάθε προσπάθεια επίλυσης του ζητήματος μέσω εξωδικαστικών συμβιβασμών, χωρίς νομική δέσμευση ή τίτλο ιδιοκτησίας, ενέχει κινδύνους. Επιπλέον, το ζήτημα περιπλέκεται από το ενδεχόμενο μετατροπής της Μονής σε τουριστικό προορισμό, εάν μεταβληθεί η φύση της λειτουργίας της. Υπό συνθήκες τουριστικής αξιοποίησης, η αξία της ακίνητης περιουσίας εκτιμάται μεταξύ 400 και 500 εκατ. δολαρίων, ποσό το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό οικονομικό πλεονέκτημα για την αιγυπτιακή οικονομία.

Η ελληνική διπλωματία αντιλαμβάνεται το ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι αιγυπτιακές κινήσεις. Η Αίγυπτος πλήττεται δυσανάλογα από τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία, τις αναταράξεις στη Διώρυγα του Σουέζ καθώς και τη μείωση του τουρισμού. Οι προκλήσεις αυτές εντείνουν τις πιέσεις στο εσωτερικό της χώρας και καθιστούν την οικονομική αξιοποίηση κάθε διαθέσιμου πόρου προτεραιότητα.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Αθήνα καλείται να κινηθεί με διπλωματική ψυχραιμία και στρατηγική ευελιξία. Η υπόθεση της Μονής Αγίας Αικατερίνης αποτελεί σημαντικό πεδίο των διμερών σχέσεων και επηρεάζει την αμοιβαία εμπιστοσύνη. Η Αίγυπτος αποτελεί σύμμαχο για την Ελλάδα, τόσο στην ενεργειακή διπλωματία και την οριοθέτηση ΑΟΖ, όσο και στην αντιμετώπιση του τουρκικού αναθεωρητισμού στην Ανατολική Μεσόγειο. Επιπλέον, η συνεργασία στο μεταναστευτικό, κυρίως λόγω των ροών από τη Λιβύη, είναι κρίσιμης σημασίας, όπως και η αιγυπτιακή επιρροή στο εσωτερικό της Λιβύης.

Η Ελλάδα, διατηρώντας σημαντικό ρόλο στην ευρωπαϊκή πολιτική στήριξης της Αιγύπτου διαθέτει διπλωματικά και χρηματοοικονομικά εργαλεία πίεσης. Ως εκ τούτου, η τελική διαπραγμάτευση οφείλει να γίνει σε πολιτικό επίπεδο, ενσωματώνοντας τα εύλογα ελληνικά αιτήματα για σεβασμό των ιστορικών και θρησκευτικών παραμέτρων της υπόθεσης.

Οι ελληνοαιγυπτιακές σχέσεις περνούν δοκιμασία μετά την αιφνιδιαστική αναδίπλωση του Καΐρου. Παρά τις διακηρύξεις, η Αίγυπτος φαίνεται να επανέρχεται σε πρακτικές σταδιακής απαλλοτρίωσης αμφισβητούμενων ιδιοκτησιών, όπως και στο παρελθόν εις βάρος του ελληνορθόδοξου στοιχείου.. Η Ελλάδα oφείλει να αξιώσει νομική κατοχύρωση μέσω διακρατικής συμφωνίας υψηλού επιπέδου, που θα διασφαλίζει την ιστορική και θρησκευτική συνέχεια της Μονής και θα αναγνωρίζει το ελληνικό έννομο συμφέρον.

Η στρατηγική της Αθήνας πρέπει να μετατοπιστεί από την αναμονή στην αποφασιστική διεκδίκηση. Η Ελλάδα διαθέτει ουσιαστικά διπλωματικά και χρηματοοικονομικά εργαλεία πίεσης: έχει πρωτοστατήσει στην ευρωπαϊκή χρηματοδότηση της Αιγύπτου, στηρίζει ενεργά τη συνεργασία για την ΑΟΖ και ελέγχει κρίσιμες ισορροπίες στο μεταναστευτικό και την ενεργειακή πολιτική της Μεσογείου. η Ελλάδα οφείλει να εκμεταλλευτεί τη διαπραγματευτική της ισχύ και να επιτύχει συμφωνία για τη διατήρηση του χαρακτήρα και των δικαιωμάτων της Μονής. Μία ενεργητικότερη πολιτική παρέμβαση είναι εφικτή.

Η Ελλάδα καλείται να αξιοποιήσει τη διπλωματική της εμπειρία, τα διεθνή της ερείσματα και την ισχύ της στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πολιτικής, ώστε να διασφαλίσει όχι μόνο τα δικαιώματα της ελληνορθόδοξης κληρονομιάς αλλά και τη σταθερότητα των ελληνοαιγυπτιακών σχέσεων. Η ενεργητική, θεσμικά κατοχυρωμένη προσέγγιση είναι  απαραίτητη για την υπεράσπιση του ελληνικού συμφέροντος σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον.