Τα ανακύπτοντα ζητήματα στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν φέρει στο προσκήνιο την ολοσχερή μεταρρύθμισή της με την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος.

.Στην τριτοβάθμια παιδεία υπάρχει μία πληθώρα προβλημάτων διαφορετικής υφής και οι κατά καιρούς προτεινόμενες και εφαρμοζόμενες λύσης δεν προσέφεραν μακροπρόθεσμη επίλυση με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον ν. 4009/2011.

 Κατ’αρχάς οι  διαθέσιμοι πόροι για την τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν αρκούν για την λειτουργεία των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Επιπλέον, είναι εμφανής η υποστελέχωση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με τη μη αντικατάσταση του ακαδημαϊκού προσωπικού . Τα κονδύλια για έρευνα, υποδομές και διοικητικό προσωπικό συνεχώς συρρικνώνονται. Επιπροσθέτως, υπάρχουν οργανωτικές αδυναμίες στην δομή των πανεπιστημίων και δεν υπάρχει ουσιαστική σύνδεσή τους με την αγορά εργασίας ώστε

 Από μεριάς της, η κυβέρνηση έχει παντί τρόπω δηλώσει ότι επιθυμεί την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος και την λειτουργία μη κρατικών πανεπιστημίων.

Η συζήτηση για την ανώτατη εκπαίδευση δεν είναι όψιμη, αντιθέτως έχει κυριαρχήσει σε όλη την δεκαετία του 2000 με αποκορύφωμα την συζήτηση για την συνταγματική αναθεώρηση το 2008 .

Το άρθρο 16 στην παράγραφο 5 ορίζει ότι «Το άρθρο 16 του Συντάγματος έχει μια αρκετά σαφή διατύπωση, στην παράγραφο 5: «H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Tα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Kράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους. Συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, όπως νόμος ορίζει.»

Η διάταξη αυτή απηχεί το πνεύμα της πρώιμης μεταπολίτευσης κατά της οποία το κράτος διεκδικεί και επιτυγχάνει να έχει καίριο ρόλο στην οργάνωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η εκπαίδευση θεωρείται κοινωνικό αγαθό και το κράτος παρεμβαίνει χάριν της πρόσβασης σε όλους.

Κατά το γράμμα  λοιπόν του Συντάγματος απαγορεύεται η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Η ερμηνεία αυτού του άρθρου προκρίνει ότι τα πανεπιστήμια θα πρέπει να έχουν την μορφή ΝΠΔΔ.

Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση επικαλείται το άρθρο 28 ώστε να παρακαμφθεί το άρθρο 16.  Κατά το 28Σ ορίζεται ότι το ενωσιακό δίκαιο υπερισχύει του εθνικού και έτσι καθίσταται εφικτή η εκ του πλαγίου λειτουργεία μη κρατικών ιδρυμάτων πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.

Συγκεκριμένα ορίζεται ότι «Oι γενικά παραδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου.»

Εκτιμάται ότι στην περίπτωση διακρατικής συμφωνίας με μια άλλη  ευρωπαϊκή χώρα  διαμορφώνεται δεσμευτικό πλαίσιο στη βάση του άρθρου 28 του Συντάγματος, που θα επιτρέπει την ίδρυση  μη κρατικου πανεπιστήμιου στη χώρα μας, τους όρους και τις προϋποθέσεις του οποίου θα ορίζει η Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης. Αυτός ο φορέας εκπαίδευσης  δεν θα προσφέρει μόνο «επαγγελματικά δικαιώματα αναγνωρισμένα», αλλά ισότιμους ακαδημαϊκούς τίτλους, δηλαδή πτυχία και άρα θα μπορεί να έχει και τις σχολές υψηλής ζήτησης.

 Η τακτική αυτή κίνηση δεν ανταποκρίνεται στη ρητή διατύπωση του άρθρου 16 του Συντάγματος το οποίο ορίζει ότι η μόνη μορφή που να έχει η ανώτατη εκπαίδευση είναι  ΝΠΔΔ υπό την εποπτεία του κράτους.

Το πλαίσιο λειτουργίας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης διέφερε ανά εποχή και πολιτική περίοδο. Οι πολιτικές και ιδεολογικές διαφοροποιήσεις της εκάστοτε εποχής άφηναν το στίγμα τους στα συνταγματικά κείμενα.

Πιο συγκεκριμένα, το Σύνταγμα του 1911 επέτρεπε την ίδρυση πανεπιστημιακών σχολών από ιδιώτες Το Σύνταγμα του 1952,  εξάρτησε την λειτουργία ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων από προηγούμενη κρατική άδεια και κατέστησε τους καθηγητές δημοσίους υπαλλήλους. Αυτό φαντάζει λογικό αν ληφθεί υπ’οψη το πολιτικό κλίμα της εποχής το οποίο υπαγόρευε εναγκαλισμό της παιδείας με το κράτος με σκοπό την αποφυγή δημιουργίας εστιών αμφισβήτησης του μετεμφυλιακού status quo.

Η εκπαίδευση ,θα έπρεπε να, είναι ανοικτή σε όλους.  Ο ρόλος του κράτους είναι αίρος και κομβικός καθώς διασφαλίζει, την ποιότητα των παρεχόμενων σπουδών, δεύτερον, τη ανάπτυξη της έρευνας και της επιστήμης εν συνόλω, την ισότιμη και αξιοκρατική πρόσβαση στο αγαθό της παιδείας ,και, εν τέλει, την κοινωνική κινητικότητα .

Επιπλέον, ο τρόπος οργάνωσης και παροχής υπηρεσιών των κρατικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων  καθώς αυτά αναπαράγουν τις δομές τις κρατικής γραφειοκρατίας είναι αμφίβολο αν θα έχουν την ίδια οργανωτική και λειτουργική ικανότητα.

Από την άλλη, Η αυτοδιοίκηση των πανεπιστημίων, η οποία ορίζεται από το Σύνταγμα, είναι κενή περιεχομένου  καθώς υπάρχει ώσμωση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων  με το Κράτος και εξάρτησή τους από κρατικούς πόρους.

Είναι σαφές ότι η Πολιτεία οφείλει να επενδύει στην παιδεία  Όμως ,οι κρατικοί πόροι  δεν διασφαλίζουν ανώτατη παιδεία υψηλού επιπέδου.  Η αναποτελεσματική διαχείρισή τους δυσχεραίνει την λειτουργία των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.

Συνεπώς, ο τρόπος οργάνωσης της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στην Ελλάδα κρίνεται αναποτελεσματικός .Θεωρητικώς, ο ρόλος του κράτους  διασφαλίζει, όπως αναφέρθηκε παραπάνω,  ισότιμη και αξιοκρατική πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση  σε όλους τους πολίτες. Όμως, οι έχοντες την οικονομική δυνατότητα μπορούν σπουδάσουν σε κάποιο άλλο κράτος της Ε.Ε., αποκτώντας τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα. Δημιουργείται δηλαδή μία εκπαίδευση “δύο ταχυτήτων”