Εξ’αφορμής της δήλωσης της κυβέρνησης ότι η χώρα προτίθεται να αποπληρώσει νωρίτερα μέρος του δανείου του πρώτο μνημονίου θα ήταν σκόπιμο να αναφερθεί η πορεία της Ελλάδας προς την οικονομική κρίση.

Είναι γενικώς παραδεκτό ότι η ελληνική οικονομία είχε προ της εισόδου στο κοινό νόμισμα υψηλό δημόσιο χρέος, υψηλό πληθωρισμό, διαρθρωτικά προβλήματα και χαμηλή παραγωγικότητα. Όλα αυτά έθεταν εν αμφιβόλω την συμμετοχή της χώρας στην ΟΝΕ

Κατά τη διάρκεια της πορείας προς το κοινό νόμισμα αναγορεύθηκε σε εθνικό στόχο  η συμμετοχή  στην Οικονομική και Νομισματική Ενοποίηση και η βελτίωση των μακροοικονομικών δεικτών. Έτσι, επετεύχθη η τιθάσευση του υψηλού πληθωρισμού που χαρακτήριζε την ελληνική οικονομία από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και την κρίση του στασιμοπληθωρισμού.

  Η πολιτικής της  λεγόμενης «σκληρής δραχμής» από το 1994, οδήγησε σε πτώση των ρυθμών πληθωρισμού της χώρας και σταθεροποίηση του ποσοστού ανεργίας σε χαμηλά επίπεδα. Η εξέλιξη αυτή φάνηκε να σηματοδοτεί τη δέσμευση της εγχώριας οικονομικής πολιτικής για την επίτευξη της σταθερότητας των τιμών, ενώ σταδιακά ενίσχυσε την αξιοπιστία της, η οποία επηρεάστηκε θετικά και από τη μεγαλύτερη οικονομική συνεργασία  της χώρας με την Ε.Ε.

Συνέπεια των παραπάνω υπήρξε η πτώση των ονομαστικών επιτοκίων, γεγονός το οποίο σε συνδυασμό με την  μεγαλύτερης ευελιξία στην χρηματοοικονομική δραστηριότητα  άρχισε να δημιουργεί δυνατότητα προσδοκιών για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας.

Η πτώση των επιτοκίων οδήγησε σε μεγάλη πιστωτική επέκταση, καθώς οι εμπορικές τράπεζες άρχισαν να έχουν πρόσβαση σε άφθονο και φθηνό δανεισμό, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η δανειοδότηση σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Ωστόσο, παρότι, στο κατώφλι της εισόδου στο κοινό νόμισμα, και κυρίως μετά την είσοδο σε αυτό,  υπήρχε διάχυτη η αισιοδοξία σχετικά με την πορεία της χώρας και της οικονομίας ,η μετέπειτα πορεία απεδείχθη διαφορετική.

Η ακόλουθη πιστωτική επέκταση που προέκυψε από την πτώση των επιτοκίων αλλά οδήγησε σε αύξηση της εγχώριας ζήτησης, η οποία  με την σειρά της προκάλεσε άνοδο των εισαγωγών καθώς τα παραγόμενα στη χώρα προϊόντα δεν επαρκούσαν ή δεν ικανοποιούσαν την ζήτηση . Τα χαμηλά επιτόκια ,οδήγησαν σε αύξηση του κρατικού δανεισμού με αποτέλεσμα την περαιτέρω ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης. Στις εξελίξεις αυτές θα πρέπει να συμπεριληφθούν  και οι επιπτώσεις από τις ροές κεφαλαίων που έρχονταν στη χώρα από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ε.Ε.  όπως επίσης και οι έκτακτες  ανάγκες χρηματοδότησης που δημιούργησε η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων το 2004.

 Στο πλαίσιο αυτό υπήρξε αύξηση της δραστηριότητας ενισχύθηκαν οι εγχώριες υποδομές, με αποτέλεσμα να διογκωθεί ακόμη περαιτέρω η εγχώρια ζήτηση.

Η εξέλιξη αυτή είχε ως συνέπεια να δημιουργηθεί μια «φούσκα» εγχώριας ζήτησης ή οικονομικής δραστηριότητας, η οποία συντηρήθηκε για αρκετά χρόνια από τον εξωτερικό δανεισμό  και από πόρους των διαρθρωτικών ταμείων της Ε.Ε.. Η «φούσκα» αυτή οδήγησε σε ασυνήθιστα υψηλούς για τη χώρα μας ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης μέχρι και το 2007.

Η ανάπτυξη αυτή  ήταν στρεβλή καθώς βασιζόταν  στην εγχώρια ζήτηση  χωρίς συμμετοχή του παραγωγικού τμήματος της οικονομίας. Αυτό το μοντέλο οικονομικής μεγέθυνσης, συνεπικουρούμενο από θεσμικές ανεπάρκειες οδήγησε σε περαιτέρω στρέβλωση του οικονομικού μοντέλου της χώρας.

Συνέπεια της αύξησης της εγχώριας ζήτησης υπήρξε η άνοδος των τιμών  και, ειδικότερα, των τιμών των πραγματικών περιουσιακών στοιχείων. Η άνοδος αυτή έπληξε την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Σε σύγκριση με τους εμπορικούς εταίρους της χώρας μας στην Ευρωζώνη, οι όροι εμπορίου επιδεινώθηκαν κατά περίπου 30% μεταξύ του τέλους της δεκαετίας του 1990 και του μέσου της δεκαετίας του 2000. Η μείωση της εγχώριας ανταγωνιστικότητας οδήγησε το εμπορικό ισοζύγιο σε ανισορροπία, αυξάνοντας έτσι το εμπορικό έλλειμμα. Επιπλέον, υπήρξε άνοδος του μισθολογικού κόστους στο δημόσιο τομέα,

Η άνοδος του μισθολογικού κόστους του δημοσίου τομέα, η διόγκωση του μεγέθους του με διορισμούς οι οποίοι δεν κατευθύνονταν σε παραγωγικούς τομείς του κράτους, καθώς και η αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης, παράλληλα με την αδυναμία του κράτους να διευρύνει την φορολογική βάση. οδήγησαν στην παραγωγή δημοσιονομικών ελλειμμάτων ακόμη και κατά τις περιόδους της  οικονομικής μεγέθυνσης που ακολούθησαν την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος.

Η δημοσιονομική πολιτική προ της κρίσης έχει χαρακτηρισθεί προ-κυκλική, και αποσταθεροποιητική. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα οδήγησαν σταδιακά σε διόγκωση του δημοσίου χρέους, ενώ υπήρχε αύξηση του ΑΕΠ..

Ο φθηνός δανεισμός, σε συνδυασμό με τις των ανισορροπίες στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αλλά και τα  δημοσιονομικά ελλείμματα, είχαν ως αποτέλεσμα να μεταβληθεί η σύνθεση του ελληνικού δημοσίου χρέους.

Εκτός όμως από το δημόσιο, διογκώθηκε και ο ιδιωτικός δανεισμός, Όλα αυτά οδήγησαν στη ραγδαία αύξηση του εξωτερικού χρέους της ελληνικής οικονομίας κατά τη δεκαετία του 2000. Ωστόσο, αυτό συνέβη σε όλες τις περιφερειακές χώρες της Ευρωζώνης.

Τα ελλείμματα των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, μεταξύ των οποίων και αυτό της χώρας μας, συμβάδιζαν με τα πλεονάσματα των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών στις χώρες του πυρήνα της Ευρωζώνης, γεγονός το οποίο σήμαινε ότι τα δεύτερα ουσιαστικά χρηματοδοτούσαν τα πρώτα.

Η κατάσταση αυτή, στην πραγματικότητα, αντανακλούσε το χάσμα ανταγωνιστικότητας μεταξύ των χωρών του πυρήνα και των χωρών της περιφέρειας της Ευρωζώνη. Η εν λόγω χρηματοδότηση συνεχίστηκε επί μακρόν, εκφράζοντας μια υπερβολικά αισιόδοξη εκτίμηση των αγορών για τη μελλοντική πορεία των υπό χρηματοδότηση χωρών, η οποία ήταν εν τέλει χιμαιρική

Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η διόγκωση της εγχώριας ζήτησης ,συνέπεια, κατά κύριο λόγο, της αλόγιστης πιστωτικής επέκτασης, επηρέασε και τον τομέα της προσφοράς της οικονομίας, γιατί δεν υπήρξε ορθολογική κατανομή των υφιστάμενων πόρων

Είναι εμφανές, λοιπόν, ότι το πρότυπο οικονομικής δραστηριότητας στο οποίο στηρίχθηκε η χώρα μας κατά τη δεκαετία του 2000 εξασφάλιζε ένα υψηλό επίπεδο οικονομικής ευημερίας, το οποίο δεν ήταν βιώσιμο

Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι χώρα μας, βρίσκονταν ήδη σε δυσχερή θέση κατά την στιγμή της  παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Η κρίση αποκάλυψε τις αδυναμίες ενός ανορθολογικού υποδείγματος οργάνωσης και οικονομικής διαχείρισης, ήταν αδύνατον να συνεχιστεί στις νέες συνθήκες κρίσης.

Η ελληνική οικονομία, βρισκόταν σε μία «φούσκα» οικονομικής δραστηριότητας, την οποία συντηρούσε η δραστική διόγκωση της εγχώριας ζήτησης. Αυτή, με τη σειρά της, βασίστηκε στα πολύ χαμηλά επιτόκια, τα οποία άρχισαν να διαμορφώνονται λίγο πριν, και μετά την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος από τη χώρα μας. Τα χαμηλά επιτόκια οδήγησαν στην αλόγιστη και ανεξέλεγκτη αύξηση του δανεισμού, δημοσίου και ιδιωτικού, ο οποίος κατευθύνθηκε αντιπαραγωγικές δραστηριότητες.

Τα ανωτέρω σε συνδυασμό με την ανορθολογική χρήση των πόρων της ΕΕ   υπονόμευσαν τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Η χαμηλή ποιότητα παροχής υπηρεσιών, η ελλειμματική λειτουργία των θεσμών,  και το χαμηλό επίπεδο του λεγόμενου κοινωνικού κεφαλαίου στη χώρα επέτειναν το πρόβλημα.

Η κατάρρευση της αγοράς ακινήτων στις ΗΠΑ  με τη χρεοκοπία  της Lehman Brothers οδήγησε στη πτώση των τιμών των πραγματικών περιουσιακών στοιχείων, προκαλώντας το σκάσιμο της  «φούσκας» που είχε δημιουργηθεί στην αγορά το προηγούμενο διάστημα. Οι ζημιές που άρχισαν να καταγράφουν οι πιστωτικοί οργανισμοί, αφενός εξαιτίας της πτώσης των τιμών αυτών και αφετέρου εξαιτίας της μη εξυπηρέτησης μεγάλου μέρους των δανείων, που κατά κύριο λόγο είχαν χορηγηθεί για την αγορά ακινήτων, είχαν ως αποτέλεσμα την κατάρρευση των χρηματιστηριακών τους αξιών. Η κρίση γρήγορα επηρέασε όλο τον πλανήτη, προκαλώντας σταδιακά πτώση  της εγχώριας ζήτησης και των τιμών σε πολλές οικονομίες. Η πτώση της ζήτησης, με τη σειρά της, οδήγησε σε μείωση της παραγωγής και, άρα, σε μείωση του ΑΕΠ και αύξηση της ανεργίας.

Για τις περισσότερες οικονομίες ο λόγος δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ αυξήθηκε απότομα, κυρίως εξαιτίας της ραγδαίας μείωσης του παρονομαστή. Πολλές οικονομίες, ,σε απάντηση στην κρίση, υιοθέτησαν  κευνσιανά προγράμματα δημοσιονομικής επέκτασης,. Η δημοσιονομική επέκταση αυτή επιδείνωσε δημοσιονομικούς δείκτες, μεταξύ των οποίων και τον λόγο δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ.

 Έτσι, και η  Ελλάδα υιοθέτησε το 2008 ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής επέκτασης, σε μια απόπειρα άμβλυνσης των συνεπειών της κρίσης . Εξαιτίας όμως της μη συνετής δημοσιονομικής διαχείρισης η χώρα μας κατά την έναρξή της βρέθηκε με έναν ιδιαίτερα υψηλό λόγο δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ. Το ήδη υψηλό δημόσιο χρέος, σε συνδυασμό με μέτρα δημοσιονομικής επέκτασης και την απότομη πτώση των φορολογικών εσόδων, λόγω της οικονομικής συρρίκνωσης, οδήγησαν σε περαιτέρω ραγδαία άνοδο τον ήδη υψηλό λόγο δημοσίου χρέος προς ΑΕΠ, γεγονός που έφερε τη χώρα εκτός διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών, οδηγώντας τη στην αναζήτηση χρηματοδοτικής στήριξης.

Κρίσιμο μέγεθος για την ελληνική κρίση υπήρξε η ανταγωνιστικότητα Η πτώση της ανταγωνιστικότητας οφείλεται στη μη υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για αρκετά χρόνια πριν από την κρίση.

Μέχρι την είσοδο στο κοινό νόμισμα, η χώρα μας είχε υλοποιήσει σειρά μεταρρυθμίσεων που αφορούσαν, κυρίως, την απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, σε συνδυασμό με την πτώση των επιτοκίων που έφερε η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΟΝΕ, οδήγησαν σε αξιόλογους ρυθμούς ανάπτυξης για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα.

Κατά την μέχρι την έναρξη της παγκόσμιας κρίσης, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ ήταν 3,9%, έναντι 2,3% της Ευρωζώνης.  Όπως ήδη αναφέρθηκε, το ακολουθούμενο υπόδειγμα ανάπτυξης δεν ήταν βιώσιμο, καθώς βασιζόταν στη διόγκωση της εγχώριας κατανάλωσης και στη χρηματοδότησή της μέσω μεταβιβάσεων κεφαλαίου από το εξωτερικό.

Το 2010 η Ελλάδα αδυνατούσε να δανειστεί στις διεθνείς χρηματαγορές καθώς το ύψος των επιτοκίων δανεισμού καθιστούσε τον τελευταίο αδύνατο. Έτσι, αναγκάστηκε να προσφύγει στον μηχανισμό στήριξης.

.