Με αφορμή την συμπλήρωση τριών ετών από την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών και την σχεδόν ταυτόχρονη αναφορά σε «Εθνική ομάδα της «Μακεδονίας»» στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου θα ήταν χρήσιμο να γίνει  μία σύντομη αναφορά στα θετικά και τα αρνητικά της συμφωνίας όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί μέχρι τώρα.

Με την διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας και την ανεξαρτησία του Κράτους της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, το 1991, το ζήτημα της ονομασίας της γειτονικής χώρας αποτέλεσε μείζον ζήτημα τόσο για την ίδια όσο και για την Ελλάδα. Συγκεκριμένα, η εθνική υπόσταση του γεωγραφικού όρου Μακεδονία που απέδιδαν στο κράτος τους, είχε ως αντίκτυπο τη δυσκολία ανάπτυξης σχέσεων καλής γειτονίας με τη χώρα μας. Για την επίλυση της διαμάχης αυτής έγιναν πολλές προσπάθειες, όπως το Πακέτο Πινέιρο το 1992, αλλά και η πρόταση των μεσολαβητών του ΟΗΕ, Σάιρους Βανς και Όουεν, τον επόμενο χρόνο. Ωστόσο, όλες είχαν απορριφθεί από την ΠΓΔΜ. Μετά τον Σεπτέμβριο του 1995 και την υπογραφή της ενδιάμεσης συμφωνίας   το ζήτημα βγήκε από την λίστα των προτεραιοτήτων των ελληνικών κυβερνήσεων λόγω της επικείμενης ένταξης της χώρας μας στην ΟΝΕ με την γειτονική χώρα να χρησιμοποιεί την προσωρινή της ονομασία. Μετά χρόνια στασιμότητας και παλινδρομήσεων επιχειρήθηκε μία διευθέτηση του ζητήματος το 2006-2008 χωρίς αποτέλεσμα.

Σε όλη την περίοδο αυτή παρατηρούμε μία μετακίνηση από την θέση «όχι σε χρήση του ονόματος Μακεδονία ή παραγώγων του» από το γειτονικό κράτος στην αποδοχή σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό για όλες τις χρήσεις.

Αυτό συνέβη κυρίως επειδή η ονομασία «Μακεδονία» θεωρήθηκε τετελεσμένη στην πράξη από την Διεθνή Κοινότητα.

 Αυτή την τόσο έντονη διαφωνία επιχείρησαν και κατόρθωσαν, τελικά, να τερματίσουν με τη Συμφωνία των Πρεσπών, οι κυβερνήσεις Ζόραν Ζάεφ και Αλέξη Τσίπρα, γεγονός που αποτέλεσε αιτία να συζητηθούν ακόμα και ως υποψήφιοι για το Νόμπελ Ειρήνης 2019.

Η εκλογή Ζάεφ, τον Μάιο του 2017,μετά χρόνια διακυβέρνησης από το δεξιό VMRO, αποτέλεσε καταλυτικό παράγοντα στην πορεία του μακεδονικού ζητήματος. Η επιθυμία του να πραγματώσει τους εθνικούς στόχους της χώρας του και να την εντάξει στους δύο κυριότερους δυτικούς θεσμούς, στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, οδήγησε στην έναρξη συζητήσεων με την Ελλάδα, με στόχο την επίλυση του ζητήματος της ονομασίας του κράτους προς διευκόλυνση πραγμάτωσης των επιδιώξεων αυτών.Αυτό, σε συνδυασμό με την επιθυμία της Ελληνικής Κυβέρνησης να διευθετήσει το ζήτημα για εσωτερικούς λόγους, κρίνοντας πως είναι πολιτικά η «κατάλληλη ευκαιρία» να επιλυθεί μια διαμάχη 27 ετών, οδήγησαν στην υπογραφή της «Συμφωνίας των Πρεσπών», στις 12 Ιουνίου 2018, μέσω της οποίας γίνεται διεθνώς γνωστό πως οι κάτοικοι του γειτονικού κράτους  δεν έχουν καμία σχέση ιστορικά με τους Έλληνες πρόγονους της Μακεδονικής επικράτειας, αλλά διαθέτουν σλαβική προέλευση.

Είναι εμφανές πως η Συμφωνία των Πρεσπών διαθέτει σημαντικά μειονεκτήματα. Η έντονη επιθυμία της γειτονικής χώρας να εισέλθει στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ με σκοπό την «κανονικοποίησή» της, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως σπουδαίος μοχλός πίεσης και υποχώρησης της κυβέρνησης Ζάεφ. Η ελληνική πλευρά, ωστόσο, θέλοντας να έρθει το ταχύτερο σε μία συμφωνία δεν κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί τα διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα που διέθετε, με αποτέλεσμα η Συμφωνία να δυσαρεστεί την πλειοψηφία του ελληνικού λαού.

 η Συμφωνία των Πρεσπών μετονόμασε το γειτονικό κράτος σε «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας». Ωστόσο, το νέο όνομα δεν ικανοποιεί τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, εφόσον, εύκολα υπονοούνται εδαφικές διεκδικήσεις. Συγκεκριμένα, ο όρος «Βόρεια» είναι γεωγραφικός προσδιορισμός, ο οποίος εντείνει το ιδεολόγημα των σλαβομακεδόνων περί «διαμελισμένης μακεδονικής πατρίδας» σε περίπτωση εκλογής του εθνικιστικού VMRO  και συνειρμικά οδηγεί στη σκέψη πως υπάρχει και νότια Μακεδονία. Και ο όρος «Μακεδονία», δεν είναι ορθός καθώς οι Σκοπιανοί δεν ανήκουν σε κάποια από τις διοικητικές ενότητες, οι οποίες υφίσταντο στη περιοχή την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (βιλαέτι του Κοσσόβου και Μετοχίων, βιλαέτι του Μοναστηρίου, το βιλαέτι της Θεσσαλονίκης). Επομένως, η ονομασία του κράτους ήταν πάντα ιστορικά λανθασμένη και σαθρή επιλογή.

Επιπλέον οι όροι “Μακεδόνας” και “Μακεδονική Γλώσσα” με την Συμφωνία διατηρούν την χρήση που είχαν και πριν την υπογραφή αυτής με επιπλέον νομιμοποίηση. Η κύρια αιτία τριβής μεταξύ των δύο κρατών ήταν η άρνηση της ελληνικής πλευράς να δοθεί μακεδονική ταυτότητα στους Σκοπιανούς. Η Συμφωνία τούς αναγνωρίζει ως Μακεδόνες/ Πολίτες της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας. Η αναδίπλωση στο ζήτημα της υπηκοότητας ,το οποίο μάλιστα ήταν το μείζον σημείο διαφωνίας, ήταν τεράστιο μειονέκτημα των ελληνικών διαπραγματεύσεων. Πράγματι, μέχρι στιγμής, η Ελλάδα μοιάζει απίθανο  απειληθεί από το γειτονικό κράτος, αν όμως οι συνθήκες στο μέλλον το επιτρέψουν, ο όρος “Μακεδόνες” θα αποτελέσει μεγάλο πρόβλημα για την χώρα μας και σημαντικό επιχείρημα πιθανών διεκδικήσεων σε συνεργασία με τρίτα κράτη Πιο συγκεκριμένα σε ο,τι αφορά στην υπηκοότητα στο άρθρο 1, παρ. 3β της Συμφωνίας των Πρεσπών, αναγράφονται τα εξής:

«The nationality of the Second Party shall be Macedonian/citizen of Republic of North Macedonian as it will be registered in all travel documents»

Ο όρος nationality, αποδίδεται στα ελληνικά ως ιθαγένεια/υπηκοότητα. Στα αγγλικά όμως, σημαίνει και εθνικότητα. Η ιθαγένεια δεν συμπίπτει με την εθνικότητα. Ακριβέστερα, ο πραγματικά σύγχρονος όρος για να περιγραφεί ο νομικός δεσμός ενός ατόμου με το κράτος του οποίου είναι η «ιδιότητα του πολίτη», που αποδίδεται στα αγγλικά ως citizenship. Οι βόρειοι γείτονές μας, επέμεναν στον όρο nationality, με σκοπό να επωφεληθούν από τη διπλή του σημασία. Και δυστυχώς, η Ελληνική πλευρά το δέχτηκε.

Γενικότερα, με τη Συμφωνία των Πρεσπών, η χώρα μας, που θεωρητικά και πρακτικά είναι ισχυρότερη της γειτονικής κέρδισε λίγα  την,  και έδωσε πολύ περισσότερα.

Οι γείτονες  από Vardaska Banovina το 1939, μετατράπηκαν σε «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας», μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ελληνική πλευρά, διαχρονικά, για να μην τα «σπάσει» με τον Τίτο,  δεν έδωσε την δέουσα σημασία και τα αποτελέσματα της έλλειψης πολιτικής έγιναν σύντομα ορατά.

Ο επιθετικός προσδιορισμός για το Κράτος, τα επίσημα όργανα του και τις άλλες δημόσιες οντότητες θα ευθυγραμμίζεται με το επίσημο όνομα « της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας» ή «της Βόρειας Μακεδονίας».

Συνεπώς, αφού η χώρα λέγεται «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» , οι πολίτες της θα έπρεπε να λέγονται «Βορειομακεδόνες» και οτιδήποτε σχετικό μ’ αυτή «βορειομακεδονικό». Όμως, στη συμφωνία των Πρεσπών οι κάτοικοι της χώρας τα αποκαλούνται «Μακεδόνες/ πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας» και η γλώσσα τους «μακεδονική». Τα διαβατήρια της χώρας θα έχουν τον όρο «Μακεδόνες/ πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας». Ο όρος  «πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας» δεν χρησιμοποιείται. Παραμένει εν ισχύ , ο όρος «Μακεδόνες» σε αντίθεση με αυτό που θα έπρεπε να ισχύει.


Τέλος, σε ο,τι αφορά στους κωδικούς της χώρας. Η Συμφωνία των Πρεσπών, αναφέρει ότι με εξαίρεση τις πινακίδες των αυτοκινήτων, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις θα  συνεχίσουν να είναι σε χρήση τα ακρωνύμια MK ή MKD. Με βάση όμως το νέο όνομα «North Macedonia», ο κωδικός της χώρας θα έπρεπε να είναι NK ή NMK. Η Συμφωνία των Πρεσπών αναφέρεται σε αυτό το σημείο στον Διεθνή Οργανισμό Τυποποιήσεως, ο οποίος με το ISO 3166, υιοθετούσε (ως το 2018), για το πλήρες όνομα της γειτονικής χώρας, το «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» και ως αρκτικόλεξα τα MD και MKD.

 Στον αντίποδα, η Συμφωνία των Πρεσπών είναι με ιδιαίτερη σημασία, εφόσον οι διαμάχες και οι αντιπαραθέσεις δεν είναι θεμιτές, και μόνο μέσω των διαπραγματεύσεων μπορεί να επιτευχθεί η γεωπολιτική σταθερότητα στην περιοχή. Οι διαπραγματεύσεις, άλλωστε, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της Διπλωματίας. Παρά τα μειονεκτήματα, λοιπόν, η υπογραφή της Συμφωνίας διαθέτει ορισμένα θετικά χαρακτηριστικά, τα οποία πιθανόν να αποτελέσουν ευνοϊκοί γεωπολιτικοί αλλά και οικονομικοί παράγοντες στο μέλλον.

Κατ’αρχάς,  η διευθέτηση του ζητήματος δίνει στη χώρα μας την δυνατότητα να κατευθύνει το διπλωματικό της κεφάλαιο στην ανατολική πλευρά του Αιγαίου, στην Τουρκία, με την οποία έχει χρόνια προβλήματα. Η διαμόρφωση σχέσεων καλής γειτονίας με την – πλέον – Βόρεια Μακεδονία θα αποτελέσει πλεονέκτημα στις διεθνείς σχέσεις της χώρας μας, αφού με αυτόν τον τρόπο, θα έχει λιγότερα «ανοιχτά μέτωπα», αλλά και έναν νέο σύμμαχο, αφού αίρει έναν , σημαντικό “μοχλό” διπλωματικής πίεσης της Τουρκίας προς την Ελλάδα και διασπά το διπλωματικό «μέτωπο» με αυτήν με την δημιουργία νέων αρχών διαλόγου εντός της Συμμαχίας.

Παράλληλα, όμως, θα πρέπει να αναφερθούμε και στα δυνητικά οικονομικά οφέλη. Με την βελτίωση των διμερών σχέσεων και των σχέσεων καλής γειτονίας δύο χωρών-μελών της Συμμαχίας που ενδέχεται να επιτευχθούν μετά την υπογραφή της Συμφωνίας, η Ελλάδα θα μπορέσει να επωφεληθεί εμπορικά και επιχειρηματικά, έχοντας με αυτό τον τρόπο, θετικό αντίκτυπο στην οικονομία. Σημαντική θα είναι επίσης και η αναβάθμιση του λιμένος της Θεσσαλονίκη. Καθώς η γειτονική χώρα είναι περίκλειστη καν η Ελληνική πλευρά καταφέρει να το εκμεταλλευτεί εμπορικά και πολιτικά, η Βόρεια Μακεδονία θα εξαρτηθεί από το ελληνικό εμπόριο και πιο συγκεκριμένα από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Επιπλέον,  η χώρα μας μπορεί να επωφεληθεί και ενεργειακά, αποτελώντας τον κύριο τροφοδότη της γειτονικής χώρας σε έναν, πιθανόν μελλοντικό, κάθετο ενεργειακό άξονα.

Το αντικειμενικό  γεγονός είναι ότι από την ανεξαρτησία του κράτους αυτού πάνω από 100 κράτη της αναγνώρισης της γειτονικής χώρας ως “Δημοκρατία της Μακεδονίας”. Αυτό οδήγησε στην επιθυμία εύρεσης μίας αμοιβαίως επωφελούς λύσης.  Διεθνώς, το γειτονικό κράτος είχε την αναγνώριση που επιθυμούσε και την υποστήριξη της πλειοψηφίας των κρατών-μελών του ΟΗΕ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα λόγια του Αμερικανού Πρέσβη, τα πρώτα χρόνια ανεξαρτητοποίησης και διαμάχης του γειτονικού κράτους με την Ελλάδα, το 1993, στη διάσκεψη της ΔΑΣΕ στο Ελσίνκι. Συγκεκριμένα, ανέφερε, «δεν υπάρχει κανένας κανόνας του διεθνούς δικαίου που να επιβάλλει σε μια χώρα να αλλάξει την ονομασία της». Ενώ δεν υπάρχει κανόνας του διεθνές Δίκαιου που να επιβάλει  την αλλαγή ονομασίας ενός Κρατους επιβεβλημένη από μία άλλη χώρα   η ονομασία του γειτονικού κράτους άλλαξε, και ισχύει erga omnes, δηλαδή έναντι όλων, γεγονός που δεν πρέπει να θεωρηθεί αμελητέο στοιχείο. Αποτελεί αδιαμφισβήτητα ένα σπουδαίο πλεονέκτημα της Συμφωνίας, εφόσον, πλέον, η σημασίας της «δικής μας Μακεδονίας» είναι παγκοσμίως γνωστή και αναγνωρισμένη. Η Συμφωνία των Πρεσπών επικυρώνει πως δεν υπάρχει ιστορική σύνδεση των δύο κρατών. Η “ομολογία” αυτή θα φέρει το διεθνές σύστημα με το μέρος της χώρας μας σε περίπτωση μελλοντικών εδαφικών διεκδικήσεων.

Η υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών αποτελεί μια Συμφωνία που δίχασε  την κοινή γνώμη, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Βόρεια Μακεδονία. Η πλειοψηφία των κομμάτων της χώρας μας εξέφρασαν την αντίθεσή του στην Συμφωνία.. Την ίδια στιγμή, ο ελληνικός λαός μέσω πληθώρας συλλαλητηρίων που πραγματοποιήθηκαν, κυρίως στη βόρεια Ελλάδα, εξέφρασε την απογοήτευση και τη δυσαρέσκειά του. Και στην γειτονική χώρα όμως οι αντιδράσεις δεν διέφεραν κατά πολύ καθώς σύμφωνα με δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε, πάνω από το 45% των πολιτών έχουν αρνητική άποψη για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Εντούτοις, η πολιτική  κατάσταση που επικρατεί είναι εξαιρετικώς περίπλοκη σήμερα εντός της ΕΕ εξαιτίας της αρνησικυρίας που άσκησε η Γαλλία με την συμπαράταξη της Βουλγαρίας( η οποία αντιτίθεται επίσης στην Συμφωνία) στην ενταξιακή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας με αποτέλεσμα τη διακοπή των διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρ΄όλο που η επίτευξη συμφωνίας με την Ελλάδα για το ονοματολογικό προβλήθηκε στα Σκόπια ως το μέσο-κλειδί που θα απομάκρυνε την σκόπελο των ελληνικών αντιρρήσεων για την είσοδο της χώρας στους Διεθνείς Οργανισμούς,  το επιχείρημα αυτό διαψεύσθηκε πανηγυρικά πέφτοντας στον τοίχο των δομών και του τρόπου λειτουργίας της ΕΕ.

Η ρευστή κατάσταση στην Βαλκανική είναι δεδομένη μετά το 1991 και δεν μπορεί κάποιος να αποκλείσει την εμφάνιση νέων πολιτικών εμποδίων, όμως, δεν θα έπρεπε να αμφισβητηθεί πως η Συμφωνία των Πρεσπών, μετά 27 χρόνια, άνοιξε το δρόμο της στενότερης συνεργασίας μεταξύ των δύο κρατών και, εν γένει, όλων των μερών στην νότια Βαλκανική. Μπορεί να αποτελέσει μια ελπιδοφόρα έναρξη διαμόρφωσης σχέσεων καλής γειτονίας μέσω  οικονομικών, επιχειρηματικών και εμπορικών συναλλαγών, αμοιβαίας εκτίμησης,  πολιτικής συνεργασίας και, προπάντων, πιστής τήρησης της Συμφωνίας και από τις δύο πλευρές δεδομένου του περίπλοκου και πολλές φορές αιματηρού παρελθόντος των σχέσεων των βαλκανικών κρατών. Η Ελλάδα κατάφερε να αλλάξει την ονομασία ενός κράτους και αυτό γεγονός μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία. Αποτελεί ένα, πράγματι, σημαντικό διπλωματικό επίτευγμα.

Μπορεί όμως η Συμφωνία να αναθεωρηθεί; Ο κανόνας που ακολουθείται στις διεθνείς συμφωνίες είναι ότι: «τα συμφωνηθέντα πρέπει να τηρούνται» (pacta sunt servand). Μόνο σε ειδικές περιπτώσεις είναι δυνατή η ακύρωση ή η καταγγελία μιας διεθνούς Συμφωνίας. Αυτές οι περιπτώσεις έχουν συμπεριληφθεί στην Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (1969), που δεσμεύει την Ελλάδα (1974), αλλά και τη γειτονική χώρα (1999). Βάσει των σημερινών δεδομένων, δεν προκύπτει κάποιος λόγος που να «επιτρέπει» την ακύρωση της Συμφωνίας. Τι ισχύει όμως για την καταγγελία; Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν περιέχει ρητή αναφορά για καταγγελία της εκτός από το άρθρο 20.

 Σύμφωνα με την παράγραφο.9: οι διατάξεις της παρούσας Συμφωνίας θα παραμένουν σε ισχύ για αόριστο χρονικό διάστημα και είναι αμετάκλητες. Δεν επιτρέπεται καμία τροποποίηση της παρούσης Συμφωνίας που περιέχεται στο άρθρο 1 (3) και στο άρθρο 1 (4). Πρόκειται για τις παραγράφους που αφορούν το όνομα, την αναγνώριση ιθαγένειας/υπηκοότητας και την αναγνώριση γλώσσας. Προφανώς, οι συντάκτες της Συμφωνίας των Πρεσπών, θέλησαν να δημιουργήσουν μία συμφωνία Πλαίσιο που θα διέπει στο διηνεκές τις σχέσεις των δύο χωρών. Ωστόσο, είναι δυνατή η καταγγελία της Συμφωνίας, εκτός των επίμαχων παραγράφων για το όνομα την ιθαγένεια και τη γλώσσα. Η καταγγελία θα ισχύσει σε 12 μήνες από τη στιγμή που το ένα από τα δύο συμβαλλόμενα κράτη γνωστοποιήσει στο άλλο τη σχετική πρόθεσή του.

Ακόμα και οι επίμαχες παράγραφοι μπορούν ν’ αλλάξουν με μεταγενέστερη συμφωνία των δύο κρατών.  Η Ελλάδα υποχρεούται να παρακολουθεί την τήρηση της Συμφωνίας από την γείτονα , να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της που πηγάζουν από τη Συμφωνία και να προβαίνει σε καταγγελίες, όταν δεν τηρούνται αυτές οι υποχρεώσεις.

Συμπερασματικώς, μπορούμε να πούμε ότι η Συμφωνία των Πρεσπών έτσι όπως διαμορφώθηκε σε πυκνό πολιτικό χρόνο έχει ορισμένα θετικά σημεία και πολλά αρνητικά. Μένει να φανεί στην διαδρομή του χρόνου ποια σημεία της θα επικρατήσουν. Αυτό που θα πρέπει η ελληνική κυβέρνηση να κάνει είναι όσο μπορεί να απαλύνει τις αρνητικές πλευρές, της ήδη τετελεσμένης και εφαρμοζομένης, συμφωνίας.