Η προεδρολογία που ξεκίνησε στις αρχές Δεκεμβρίου αν και προσθέτει στην καθημερινή πολιτική χρώμα αδυνατεί να προσδώσει ουσία.  Αυτός το επιχείρημα προκύπτει από το γεγονός ότι εκ του Συντάγματος ο Πρόεδρος έχει περιορισμένες αρμοδιότητες οι οποίες δεν μπορούν να τον καταστήσουν ουσιαστικό πολιτικό παίκτη. Η συζήτηση αυτή θα είχε νόημα αν ο συνταγματικός χάρτης προέβλεπε ουσιαστικές εξουσίας ή απευθείας εκλογή από τον Λαό , κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει. Στην τελευταία συζήτηση για την  συνταγματική αναθεώρηση προτάθηκε η απευθείας εκλογή Προέδρου σε περίπτωση αδυναμίας εκλογής από την Βουλή. Η πρόταση αυτή, ορθώς δεν υιοθετήθηκε καθώς αφενός θα αλλοίωνε την μορφή του πολιτεύματος μετατρέποντας το σε μια «λανθάνουσα» μορφή ημιπροεδρικής δημοκρατίας και αφετέρου προσέδιδε ουσιαστική πολιτική ισχύ σε έναν θεσμό παραδοσιακά ιστάμενο πέραν της καθημερινής πολιτικής διαχείρισης.    Τα πραγματικά πολιτικά προβλήματα τα οποία θα ανέκυπταν έχουν λυθεί με την πρόσφατη αναθεώρηση η οποία αποσοβεί τον κίνδυνο διάλυσης της Βουλής σε περίπτωση αδυναμίας εκλογής Προέδρου. Η αναθεώρηση βεβαίως δεν είναι τέλεια, δημιουργεί και αυτή προβλήματα γιατί μετατρέπει δυνητικά τον πρόεδρο σε κομματικό αποστερώντας του την υπερκομματική του υπόσταση και πιθανώς δημιουργεί την εντύπωση «ελέγχου» του κράτους από συγκεκριμένο πολιτικό σχηματισμό.

Λόγω της συνταγματικής αναθεώρησης το ζήτημα το οποίο αντιθέτως θα έπρεπε να απασχολεί είναι αυτό του εκλογικού νόμου. Η σημασία του τελευταίου είναι πρόδηλη καθώς αν η κυβερνητική πρόταση για αυτόν δεν υπερψηφιστεί με πλειοψηφία 2/3 που είναι η συνταγματική προϋπόθεση για την άμεση εφαρμογή του οι επόμενες εκλογές θα διεξαχθούν με την απλή αναλογική που υπερψήφισε η προηγούμενη κυβερνητική πλειοψηφία το 2016. Αυτό σημαίνει ότι η απλή αναλογική θα «καεί» σε περίπτωση που δεν εξασφαλιστεί κυβερνητική πλειοψηφία και θα διεξαχθούν  δεύτερες εκλογές με τον εκλογικό νόμο που θα ψηφίσει η παρούσα κυβέρνηση.