Ένα θερμό καλοκαίρι σε ο,τι αφορά στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας πέρασε με πολλή ένταση. Όπως φαίνεται μέχρι τώρα, η Τουρκία έχει μακρόπνοη στρατηγική που εκτείνεται σε βάθος δεκαετιών.

 Στόχος της είναι η ανατροπή του υπάρχοντος status quo στην Αν. Μεσόγειο και η μετατροπή της ίδιας σε μεγάλη περιφερειακή δύναμη.  Σε ο,τι αφορά στις σχέσεις της με την Ελλάδα επιδιώκει δηλαδή την με κάθε τρόπο ανατροπή της συνθήκη της Λωζάννης  Για αυτό τον λόγο επιχειρεί με κάθε τρόπο να εξαναγκάσει την Ελλάδα σε συζήτηση εφ’όλης της ύλης.  Έτσι,  συνεχίζει τις  προκλήσεις με ολοένα και εντονότερους τρόπους.. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η έξοδος του πλοίου Ορουτς  ρέις στην ελληνική υφαλοκρηπίδα.  Η πρόσφατη δε  τακτική υποχώρησή του δεν θα πρέπει να καθησυχάζει κανέναν δεδομένης της ύπαρξης ευρύτερης στρατηγικής. Μπορούμε να εντοπίσουμε δύο όψεις αυτής της κίνησης , μια εσωτερική και μία διεθνή.  Κατ’αρχάς  μία τακτική, πρόσκαιρη υποχώρηση φαντάζει η μόνη λύση-απάντηση στην προοπτική των ευρωπαϊκών κυρώσεων. Αυτές δε, ανεξαρτήτως της βαρύτητας τους μπορούν να πλήξουν την Τουρκία δεδομένης της ήδη κακής μακροοικονομικής κατάστασης και επιπροσθέτως δεν εκθέτουν σε μεγάλο βαθμό την τουρκική ηγεσία στο εσωτερικό ακροατήριο το οποίο έχει εμποτισθεί με υστερικό εθνικισμό.

Επιπλέον, η κίνηση αυτή είναι περιπαικτική προς την Ελλάδα, καθώς παρουσιάζεται από την Τουρκία ως ένδειξη καλής θέλησης, ένα πρώτο βήμα, για την έναρξη διμερούς διαλόγου ο οποίος βεβαίως είναι κενός οποιουδήποτε περιεχομένου ακριβώς γιατί η Ελλάδα δεν έχει να συζητήσει τίποτε άλλο πέραν της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών.

Όσο δηλαδή η πιθανότητα επιβολής κυρώσεων απομακρύνεται  και όσο η τουρκική οικονομία πιέζεται τόσο πιθανότερο είναι να ενταθούν οι προκλητικές ενέργειες της γειτονικής χώρας.  Για αυτό και απαιτείται εγρήγορση από το πολιτειακό και πολιτικό προσωπικό της Χώρας μας ώστε αυτή να ανταποκριθεί αποτελεσματικά και εγκαίρως σε οποιαδήποτε έκνομη και προκλητική ενέργεια της Τουρκίας.